- θεανδρία
- θεανδρία, ή (AM) [θέανδρος]η φύση τού θεάνδρου, τού θεανθρώπου, η θεανθρωπία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θεανδρικός — ή, ό (AM θεανδρικός, ή, όν) [θέανδρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεανδρία, στη θεανθρωπία. Επιρρ. θεανδρικῶς (AM) 1. με θεία και ανθρώπινη φύση 2. με θεία ενανθρώπιση … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek